- ἐκτενῶς
- ἐκτενήςstrainedadverbial (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εκτενώς — επίρρ. (AM ἐκτενῶς) νεοελλ. «εν εκτάσει» με πολλά λόγια, με λεπτομέρειες («μίλησε εκτενώς για τον προϋπολογισμό») αρχ. μσν. πρόθυμα, ολόψυχα, με ζήλο, θερμά αρχ. 1. δραστήρια 2. με μεγαλοπρέπεια, με λαμπρότητα, πολυτελώς 3. με αφθονία 4. έντονα,… … Dictionary of Greek
διά — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Θεά που λατρευόταν στη Σικυώνα και στη Φλιούντα, όπου τη θεωρούσαν απελευθερώτρια των δούλων. Γι’ αυτό και ο ναός της, που βρισκόταν κοντά στην είσοδο της Ακρόπολης, ήταν το άσυλό τους. Προς τιμήν της Δ. τελούσαν… … Dictionary of Greek
εκτεταμένως — και εκτεταμένα (Α ἐκτεταμένως) νεοελλ. σε μεγάλη έκταση, σε μεγάλη διάρκεια χρόνου, εκτενώς, ευρέως, διεξοδικώς αρχ. 1. γραμμ. με έκταση τού βραχέος φωνήεντος σε μακρό («ἐκτεταμένως εἴρηκε καρῑδα», Αθήν.) 2. Κατά τον Ησύχ. «ἡπλωμένως» … Dictionary of Greek
ημιπάρεση — Μερική αδυναμία ή ήπια παράλυση, που προσβάλλει μια πλευρά του σώματος. Συνήθως οφείλεται σε φλεγμονή, τραύμα, δηλητηρίαση που περιοδικά καταπιέζει την κινητική λειτουργία, αλλά δεν καταστρέφει εκτενώς τα νευρικά κύτταρα. * * * η ιατρ. μερική… … Dictionary of Greek
καταπολύ — (Μ) επίρρ. 1. πάρα πολύ, υπερβολικά 2. διεξοδικά, με λεπτομέρειες, εκτενώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < συνεκφορά τής πρόθ. κατά και τού επιρρ. πολύ] … Dictionary of Greek
λόγος — I Η ομιλία, η λαλιά του ανθρώπου ως μέσο έκφρασης και επικοινωνίας. Βλ. λ. γλώσσα. Λ. επίσης ονομάζεται η λογική. Βλ. λ. λογική. II (Μαθημ.). Ας είναι Α και Β δύο ομοειδή γεωμετρικά μεγέθη, για παράδειγμα, δύο ευθύγραμμα τμήματα· ενδέχεται φυσικά … Dictionary of Greek
μακρός — ά, ό (AM μακρός, ά, όν, ιων. θηλ. μακρή) 1. αυτός που έχει μεγάλο μήκος, μακρύς, επιμήκης (α. «μακροί δρόμοι» β. «οὕνεκ ἄρ οὐ τόξοισι μαχέσκετο δουρί τε μακρῷ», Ομ. Ιλ.) 2. αυτός που έχει μεγάλο ύψος, υψηλός (α. «μακρός στύλος» β. «γαῑα... ξυνή … Dictionary of Greek
περιβεβλημένως — Α επίρρ. 1. με πλήρη περιβολή, με πλήρη κάλυψη 2. μτφ. (για λόγο) α) με ύφος κομψό, περίτεχνα επεξεργασμένο β) διεξοδικώς, εκτενώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παθ. παρακμ. περιβεβλημένος τού περιβάλλω] … Dictionary of Greek
Κεραμόπουλλος, Αντώνιος — (Κοζάνη 1870 – Αθήνα 1961). Αρχαιολόγος και εθνολόγος. Μετά την αποφοίτησή του από τη φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, συνέχισε τις σπουδές του στη Βιέννη, στο Βερολίνο και στο Μόναχο. Υπηρέτησε κατόπιν ως καθηγητής στη μέση εκπαίδευση… … Dictionary of Greek
ՄՏԱԴԻՒՐ — ( ) NBH 2 0304 Chronological Sequence: Early classical, 10c, 13c ա. ἠδύς suavis, lubens եւն. Ուր իցէ դիւրութիւն կամ անդորրութիւն մտաց եւ սրտի. անդորր. քաղցր. եւ Դիւրալուր. յօժարակամ. որ ինչ լինի սրտի մտօք եւ ամենայն ոգւով. *Մտադիւր զուարթութեամբ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)